- κατασμύχω
- κατασμύχω (AM)1. κατακαίω με χαμηλή φωτιά, κουφοκαίω κάτι2. (για τον έρωτα) σιγοκαίω, κάνω κάποιον να λειώνει σιγά σιγά3. φρ. «κατεσμυγμένον ὐποβλέψασα» — αφού τόν κοίταξε με εμπάθεια (Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σμύχω «σιγοκαίω»].
Dictionary of Greek. 2013.